Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Έχουν µακρύ δρόµο µπροστά τους

(Μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός Σουηδού για τη σφαγή του Διστόμου)

Ο επικεφαλής του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του ¨Η Οδύσσειά µου¨ γράφει:

Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έµιλ Σάντστροµ, παρέθεσε γαµήλιο γεύµα προς τιµήν µας. Αργά το βράδυ µε πλησίασε και µε απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς µια γωνιά όπου θα µμπορούσαμε να µμιλήσουμε οι δυο µας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του ∆ιστόµου, στην περιοχή των ∆ελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άµεσης βοήθειας. 

Το ∆ίστοµο ήταν µέσα στα όρια της περιοχής στην οποία, την εποχή εκείνη, ήµουν αρµόδιος να τροφοδοτώ µε τρόφιµα και φάρµακα. Έδωσαµε τη σειρά µου το τηλεγράφηµα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαµε διακριτικά από τη χαρούµενη γιορτή. Περίπου µα ώρα αργότερα ήµασταν καθ’ οδόν µέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα µεγάλο χρονικό διάστηµα έως ότου διασχίσουµε τους χαλασµένους δρόµους και τα πολλά µπλόκα για να φτάσουµε, χαράµατα πια, στον κεντρικό δρόµο που οδηγούσε στο ∆ίστοµο. 

Από τις άκρες του δρόµου ανασηκώνονταν γύπες από χαµηλό ύψος, αργά και απρόθυµα, όταν µας άκουγαν που πλησιάζαµε. Σε κάθε δέντρο, κατά µήκος του δρόµου και για εκατοντάδες µέτρα, κρεµόντουσαν ανθρώπινα σώµατα, σταθεροποιηµέναµε ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόµη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιµωρήθηκαν µε αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναµη των Ες Ες. Η µυρωδιά ήταν ανυπόφορη. 

Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόµη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώµα κείτονταν διασκορπισµένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη µήτρα µε την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισµένες, µε τα εντόσθια τυλιγµένα γύρω από το λαιµό. Φαινόταν σαν να µην είχε επιζήσει κανείς… Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύµα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σοκαρισµένος από τον τρόµο, µε άδειο βλέµµα, τα λόγια του πλέον µη κατανοητά. Κατεβήκαµε στη µέση της συµφοράς και φωνάζαµε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαµε να βοηθήσουµε».

Από µακριά µας πλησίασε διστακτικά µια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας µικρός αριθµός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί µε εκείνη αρχίσαµε να τους ψάχνουµε. Αφού ξεκινήσαµε οι τρεις µας, διαπιστώσαµε ότι η γυναίκα είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαµε αµέσως µε χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του µέλιτός µας…

Λίγον καιρό αργότερα η επαφή µας µε το ∆ίστοµο θα αποκτούσε και έναν αξιοσηµείωτο επίλογο. Όταν τα γερµανικά στρατεύµατα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγµατα, αφού µια γερµανική µονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του ∆ιστόµου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιµατηρή εκδίκηση, πόσω µάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιµα. Ετοίµασα λοιπόν φορτηγά µε τα αναγκαία τρόφιµα, έστειλα µήνυµα στο ∆ίστοµο για την άφιξή µας και έτσι βρεθήκαµε στο δρόµογια εκεί, για άλλη µια φορά, η Κλειώ και εγώ.

Όταν φτάσαµε στα όρια του χωριού, µας συνάντησε µια επιτροπή, µε τον παπά στη µέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, µε µακριά, κυµατιστή, λευκή γενειάδα. ∆ίπλα του στεκόταν οαρχηγός των ανταρτών, µε πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και µας ευχαρίστησε εκ µέρους όλων που ήρθαµε µε τρόφιµα. Μετά πρόσθεσε: 

«Εδώ είµαστε όλοι πεινασµένοι, τόσο εµείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερµανοί αιχµάλωτοι. Τώρα, εάν εµείς λιµοκτονούµε, είµαστε τουλάχιστον στον τόπο µας. Οι Γερµανοί δεν έχουν χάσει µόνο τον πόλεµο, είναι επιπλέον και µακριά από την πατρίδα τους. ∆ώστε τους το φαγητό που έχετε µαζί σας, έχουν µακρύ δρόµο µπροστά τους». 

Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέµµα της και µε κοίταξε. Υποψιαζόµουν τι ήθελε να µου πει µε αυτό το βλέµµα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόµουν κι έκλαιγα…

Πηγή: Βιβλίο «Η Μαύρη Βίβλος της Κατοχής» 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου